γυπαετός — ο είδος μεγάλου αρπακτικού πουλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… … Dictionary of Greek
γρυψ — (γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος) 1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού 2. γυπαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός] … Dictionary of Greek
λευκόγρυψ — λευκόγρυψ, ὁ (Α) είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γρύψ, υπός «γυπαετός»] … Dictionary of Greek
οξυά — Βλ. λ. οξιά. * * * η ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού γυπάετος … Dictionary of Greek
υπάετος — ο / ὑπάετος, ΝΑ, και υπαετός Ν το πτηνό γυπάετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀετός] … Dictionary of Greek
φήνη — ἡ, Α 1. είδος αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο γενειοφόρος γυπαετός·2. ιερό πτηνό τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία αρπακτικού πτηνού, η οποία, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhā / *bh(e)ә2 «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) και αποτελεί… … Dictionary of Greek
αετοειδή — (aquilinae).Υποοικογένεια ιερακόμορφων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των ιερακιδών. Στα πουλιά αυτά περιλαμβάνονται ο αετός, o γυπαετός, o κιρκαετός, o λοφαετός, o σπιζαετός, o πύγαγρος, ο αχιαετός, o αστερίας, o άστορας, ο γυπογέρανος κ.ά … Dictionary of Greek
Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… … Dictionary of Greek