γυπάετος

γυπάετος
(gypaetus).Γένος πτηνών του αθροίσματος των αρπακτικών, της οικογένειας των ιερακοειδών ή ιερακιδών. Τα πουλιά αυτά έχουν εύρωστο σώμα, ισχυρό και αγκιστροειδές στην άκρη του ράμφος και μακριές φτερούγες. Στο γένος αυτό ανήκει μόνο ένα είδος, ο γ. ο γενειοφόρος,του οποίου το μήκος φτάνει το 1,5 μ. και το άνοιγμα των φτερών ξεπερνά τα 3 μ. Στην Αφρική συναντάμε μία παραλλαγή του, τον γ. τον χρυσό,που το άνοιγμα των φτερών του φτάνει τα 4,5 μ. Το χρώμα του γ. είναι γκριζόμαυρο ή λευκόγκριζο με κόκκινες ή κίτρινες αποχρώσεις και κατοικεί στα ψηλά βουνά.
* * *
ο (Α γυπάετος)
ημερόβιο ιερακόμορφο αρπακτικό με εμφάνιση αετού και συνήθειες γύπα, εφόσον τρέφεται με θνησιμαία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυπαετός — ο είδος μεγάλου αρπακτικού πουλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… …   Dictionary of Greek

  • γρυψ — (γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος) 1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού 2. γυπαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός] …   Dictionary of Greek

  • λευκόγρυψ — λευκόγρυψ, ὁ (Α) είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γρύψ, υπός «γυπαετός»] …   Dictionary of Greek

  • οξυά — Βλ. λ. οξιά. * * * η ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού γυπάετος …   Dictionary of Greek

  • υπάετος — ο / ὑπάετος, ΝΑ, και υπαετός Ν το πτηνό γυπάετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀετός] …   Dictionary of Greek

  • φήνη — ἡ, Α 1. είδος αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο γενειοφόρος γυπαετός·2. ιερό πτηνό τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία αρπακτικού πτηνού, η οποία, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhā / *bh(e)ә2 «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) και αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • αετοειδή — (aquilinae).Υποοικογένεια ιερακόμορφων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των ιερακιδών. Στα πουλιά αυτά περιλαμβάνονται ο αετός, o γυπαετός, o κιρκαετός, o λοφαετός, o σπιζαετός, o πύγαγρος, ο αχιαετός, o αστερίας, o άστορας, ο γυπογέρανος κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”